Ιατρική βεβαίωση – Προαθλητικός έλεγχος

Συνήθως ζητείται κάποια βεβαίωση στο πλαίσιο του προαθλητικού ελέγχου προκειμένου να μπορεί κανείς να συμμετέχει σε αθλητικές δραστηριότητες (σχολείο, γυμναστήριο, κολυμβητήριο, κ.λπ.).

Αυτή η βεβαίωση δεν πρέπει να θεωρείται από τους “ασθενείς” ως ένας γραφειοκρατικός μπελάς για τους εξής λόγους: Πρώτον, είναι μία ευκαιρία να διαγνωσθούν σπάνιες μεν αλλά επικίνδυνες για την υγεία/ζωή του ατόμου παθήσεις (συνήθως γενετικές και κληρονομικές παθήσεις που σχετίζονται με αιφνίδιο καρδιακό θάνατο κατά την άσκηση, με συχνότερη την υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια) οι οποίες μπορεί να αποτελούν αντένδειξη για την έντονη (πόσο μάλλον για την επιπέδου πρωταθλητισμού) άσκηση. Δεύτερον, ακόμη κι αν ο έλεγχος είναι αρνητικός για αντένδειξη στην άσκηση (όπως και είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων), δεν παύει να αποτελεί μία πρώτης τάξεως αφορμή για έναν έλεγχο προληπτικό όπου μπορεί να εκτιμηθεί ο κίνδυνος για την συχνότερη θανατηφόρο πάθηση στην κοινωνία μας, δηλ. την αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο (μαζί με τους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης αυτής). Κάθε τέτοια αφορμή πρέπει να αποτελεί έναυσμα για τον ιατρό για την ενημέρωση, ευαισθητοποίηση, και εκπαίδευση του ασθενούς για το τί περνά από το χέρι του σε σχέση με την προάσπιση της υγείας του. Και σίγουρα ένας άνθρωπος που βρίσκεται λίγο πριν ξεκινήσει να ασκείται συστηματικά αποτελεί κατάλληλο ακροατήριο ώστε μια τέτοια στοχευμένη ενημέρωση να είναι αποτελεσματική.

Από την άλλη βέβαια αυτή η ιατρική βεβαίωση δεν πρέπει να θεωρείται κι από τον ιατρό ως μία αφορμή για διενέργεια πολλαπλών και αχρείαστων εξετάσεων των οποίων η διαγνωστική απόδοση (diagnostic yield) σε έναν χαμηλού, κατά τεκμήριο, κινδύνου πληθυσμό είναι πτωχή, ενώ παράλλληλα μπορεί να γεμίσει με άγχος και ανησυχία τον εξεταζόμενο. Επιχειρήματα του τύπου “μην μου ξεφύγει τίποτα”, “να είμαστε σίγουροι” κ.ά. δεν πρέπει να θεωρούνται ικανοποιητικά. Είναι γνωστό άλλωστε στην ιατρική ότι σε έναν χαμηλού κινδύνου πληθυσμό η κατάχρηση εξετάσεων μπορεί να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από ό,τι μπορεί να λύσει. Κι αυτό γιατί η πιθανότητα ενός ψευδώς θετικού αποτελέσματος είναι ΠΟΛΥ μεγαλύτερη από την πιθανότητα ενός αληθώς θετικού αποτελέσματος (λόγω πολύ χαμηλής πιθανότητας εξ αρχής – pretest probability). Συνεπώς, μία λανθασμένη επιλογή εξετάσεων μπορεί να οδηγήσει άθελά μας σε ένα κυνήγι μαγισσών λόγω ενός τυχαίου ψευδώς θετικού αποτελέσματος.

Το “δια ταύτα” σε σχέση με τον προαθλητικό έλεγχο είναι το εξής: στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο έλεγχος θα είναι φυσιολογικός και για την ολοκλήρωσή του αρκεί η λήψη του ιατρικού ιστορικού (βαρύνουσα σημασία έχει εδώ το οικογενειακό ιστορικό και η λειτουργική κατάσταση του εξεταζομένου), σε συνδυασμό με την φυσική εξέταση και το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Περαιτέρω έλεγχος χρειάζεται μόνο επί συγκεκριμένων ενδείξεων όπως αυτές έχουν προκύψει από τα προηγούμενα (δηλ. ιστορικό, εξέταση, ΗΚΓ). Σε περίπτωση που ο ιατρός ζητήσει επιπλέον εξετάσεις είναι δικαίωμά σας να ενημερωθείτε για τον λόγο που τις ζητάει, τί πιθανώς τον φοβίζει και θέλει να αποκλείσει. Εξετάσεις όπως υπερηχογράφημα καρδιάς (triplex καρδιάς) ή/και δοκιμασία κοπώσεως (stress test) διενεργούνται στοχευμένα, δηλ. επί ενδείξεων, και όχι τυχαία μπας και βρούμε κάτι σπάνιο.

Όπως σε κάθε μορφή προσυμπτωματικού ελέγχου (screening) έτσι και στον προαθλητικό έλεγχο πρέπει να τηρούμε με προσοχή μία ισορροπία μεταξύ του κινδύνου να μην διαγνώσουμε μία πραγματική και επικίνδυνη πάθηση από την μία, και του κινδύνου να “διαγνώσουμε” ανύπαρκτες ή/και ακίνδυνες παθήσεις. Ο καλύτερος τρόπος είναι να ακολουθούμε τις υπάρχουσες επιστημονικές οδηγίες (τις Ευρωπαϊκές στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς διαφέρουν σε κάποιον βαθμό από τις Αμερικάνικες) υπό το φίλτρο της εμπειρίας και γνώσης μας, με γνώμονα το καλύτερο συμφέρον του ασθενούς μας.

 

Αφήστε μια απάντηση