Κάπνισμα

Το κάπνισμα τσιγάρων αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου (ΠΚ) για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νόσων (ΚΑΝ). Ο επιδημιολόγος Sir Richard Doll (1912–2005) ήταν ο πρώτος που μελέτησε την σχέση του καπνίσματος με τη θνησιμότητα, και βρήκε, μεταξύ άλλων, αυξημένο κίνδυνο για ΚΑΝ στους καπνιστές. Το 2004, σε ηλικία 92 ετών, δημοσίευσε με τους συνεργάτες του τα τελευταία αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης, ύστερα από 50 χρόνια παρακολούθησης.

Σε χρόνιους καπνιστές, το κάπνισμα είναι υπεύθυνο για το 50% όλων των θανάτων που μπορούν να αποφευχθούν και οι μισοί από αυτούς είναι από ΚΑΝ. Η συσχέτιση αυτή είναι δοσοεξαρτώμενη. Επιπλέον, το παθητικό κάπνισμα αποτελεί και αυτό πλέον ΠΚ για ΚΑΝ.

Φαίνεται πως ο σχετικός κίνδυνος (ΣΚ) για ΚΑΝ λόγω του καπνίσματος μεταβάλλεται ανάλογα με την παρουσία ή μη και άλλων ΠΚ• π.χ. προσδίδει μεγαλύτερο κίνδυνο στις γυναίκες, στους ασθενείς με διαβήτη και αρτηριακή υπέρταση, στους βόρειους Ευρωπαïκούς πληθυσμούς από ό,τι στους Μεσογειακούς.

Το κάπνισμα ενοχοποιείται τόσο στην παθογένεση της αθηροσκλήρωσης, όσο και στα θρομβωτικά επεισόδια που ευθύνονται για τα οξέα κλινικά επεισόδια. Η διακοπή του καπνίσματος μείωνει τον κίνδυνο για ΣΝ και το όφελος αρχίζει να εμφανίζεται ήδη από τους πρώτους κιόλας μήνες. Στους ασθενείς με ΣΝ ο ΣΚ στους καπνιστές μετά την διακοπή του καπνίσματος εξισσοροπείται δύο με τρία χρόνια μετά από πλήρη αποχή με τον κίνδυνο στους μη καπνιστές. Αντιθέτως, σε ασυμπτωματικά άτομα χρειάζεται 10 χρόνια διακοπής πριν μειωθεί ο κίνδυνος στο επίπεδο των μη καπνιστών.

Μία μετα-ανάλυση προοπτικών μελετών του αποτελέσματος της διακοπής του καπνίσματος στη θνητότητα μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου έδειξε πως ο ΣΚ ήταν 0.54 (95% CI 0.46-0.62). Συνεπώς, η διακοπή του καπνίσματος αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο δευτερογενούς πρόληψης της ΣΝ από όλες τις υπάρχουσες έως σήμερα.

© Κωστής Τσαρπαλής 2014

Αφήστε μια απάντηση