Σακχαρώδης Διαβήτης

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία μεταβολική διαταραχή διαχείρισης της γλυκόζης αίματος και μπορεί να οφείλεται σε μειωμένη δυνατότητα του παγκρέατος για παραγωγή ινσουλίνης (τύπου 1 ή προχωρημένη μορφή τύπου 2) ή εναλλακτικα σε μειωμένη ευαισθησία των ιστών στην δράση της ινσουλίνης (τύπου 2). Το τυπικό γνώρισμα της πάθησης είναι η υπεργλυκαιμία, δηλ. η αυξημένη τιμή γλυκόζης στο αίμα.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (ΣΔ1) ανήκει (γενικά μιλώντας) στις αυτοάνοσες νόσους, δηλ. έχουμε καταστροφή των κυττάρων παραγωγής ινσουλίνης του παγκρέατος από το ανοσοποιητικό σύστημα. Δεν είναι γνωστή η αιτία αυτής της ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού αν και πολλές θεωρίες έχουν προταθεί. Το αποτέλεσμα είναι χαμηλή ινσουλίνη και υψηλή γλυκόζη αίματος. Ο ΣΔ1 εμφανίζεται σε νεαρές ηλικίες και αντιμετωπίζεται με ινσουλίνη (ινσουλινοεξαρτώμενος ΣΔ).

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔ2) είναι μία πιο πολυπαραγοντική νόσος με μεγάλο γενετικό υπόστρωμα αλλά και περιβαλλοντικές συνιστώσες. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρείται εκθετική αύξηση τόσο της επίπτωσης όσο και του επιπολασμού του ΣΔ2, αποτέλεσμα του όλο και πιο αθηρογόνου τρόπου ζωής μας.

Ο κίνδυνος για όλες τις μορφές καρδιοαγγειακών νόσων (ΚΑΝ) είναι πολύ αυξημένος στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τόσο τύπου 1, όσο και τύπου 2. Το ίδιο ισχύει και για άτομα με μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη (Impaired Glucose ToleranceI – IGT). Ο σχετικός κίνδυνος (ΣΚ) για ΚΑΝ κυμαίνεται από δύο έως τέσσερα στους διαβητικούς και περίπου στο 1.5 στα άτομα με IGT σε σχέση με άτομα με φυσιολογικές τιμές γλυκόζης. Η τιμή της γλυκόζης παρουσιάζει θετική γραμμική συσχέτιση με τον κίνδυνο για ΚΑΝ.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η πιθανότητα για μακροαγγειακές επιπλοκές (συμπεριλαμβανομένων των ΚΑΝ) στον διαβήτη διαφέρει στους δύο τύπους αυτού. Στον ΣΔ1 ο κίνδυνος για ΚΑΝ αυξάνεται μόνο στους ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια, σε αντίθεση με τον ΣΔ2, όπου ο κίνδυνος είναι αυξημένος εξ αρχής.

Ο κίνδυνος για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (ΟΕΜ) σε ασθενείς με ΣΔ2 χωρίς ΣΝ είναι παρόμοιος με τον κίνδυνο νέου ΟΕΜ σε ασθενείς που ήδη πάσχουν απο ΣΝ, αν και πιθανώς ο κίνδυνος αυτός να υπερεκτιμήθηκε και να ισχύει μόνο στους διαβητικούς και με άλλους παράγοντες κινδύνου (ΠΚ). Σε κάθε περίπτωση, ο διαβήτης αποτελεί τόσο ισχυρό προγνωστικό παράγοντα για ΚΑΝ που στις ΗΠΑ οι ασθενείς αντιμετωπίζονται ως ήδη πάσχοντες από ΣΝ και στην Ευρώπη ως άτομα πολύ υψηλού κινδύνου.

Πάντως, έως τώρα ο καλός έλεγχος της γλυκόζης δεν φάνηκε να μειώνει τον κίνδυνο για ΚΑΝ, παρ’ όλο που υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για κάτι τέτοιο. Στη μελέτη UKPDS μείωση της HbA1c κατά 0.9% μείωσε τον κίνδυνο για OEM κατά 16%, μία πτώση που ήταν λίγο πάνω από το όριο της στατιστικής σημαντικότητας (P=0.052).

Αντίθετα, αποτελεσματική αντιμετώπιση των άλλων ΠΚ σε ασθενείς με ΣΔ μειώνει την επίπτωση της ΣΝ. Αυτό έχει φανεί για την αρτηριακή υπέρταση , και την δυσλιπιδαιμία. Επίσης, παλαιότερα θεωρείτο επωφελής η προληπτική χρήση αντιαιμοπεταλιακής αγωγής (μικρή δόση ασπιρίνης) αλλά πλέον αυτό έχει αμφισβητηθεί και μέχρι νεοτέρας έχει βγει σαν σύσταση από τις οδηγίες πρόληψης της Ευρωπαικής Καρδιολογικής Εταιρίας.

Πάντως, τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι, ειδικά στον διαβήτη, απαιτείται μία πολυπαραγοντική αντιμετώπιση του καρδιοαγγειακού κινδύνου και όχι απλά μόνο αντιμετώπιση της προφανούς μεταβολικής ανωμαλίας, της υπεργλυκαιμίας. Πράγματι, απαιτείται επιθετική αντιμετώπιση όλων των παραγόντων κινδύνου καθώς και άρδην αλλαγή του τρόπου ζωής για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τόσο του διαβήτη όσο κυρίως των επιπλοκών αυτού. Η υγιεινή διατροφή, η ελαφρά άσκηση, και μέσω αυτών η διατήρηση ιδανικού σωματικού βάρους, καθώς και η αποχή/διακοπή από το κάπνισμα αποτελούν την πεμπτουσία της αντιμετώπισης του διαβήτη.

Από όλα τα προηγούμενα η μεγαλύτερη σύγχυση υπάρχει στο θέμα της διατροφής. Συγκεκριμένα, είναι διαδεδομένη η λανθασμένη αντίληψη ότι οι διαβητικοί πρέπει να αποφεύγουν όλους τους υδατάνθρακες, ακόμα και τους σύμπλοκους, ενώ το πρόβλημα είναι με τα απλά σάκχαρα. Έτσι καταλήγουν να ακολουθούν δίαιτες υψηλές σε ζωική πρωτείνη, με μεγάλες ποσότητες κορεσμένου λίπους και χοληστερόλης και μικρές ποσότητες ινών. Αυτές είναι οι λεγόμενες low-carb diets με πρώτοτυπο αυτήν του Atkins σε πολλαπλές παραλλαγές ανά τον κόσμο και ανά διαφορετικές περιόδους. Το αποτέλεσμα είναι μία άκρως αθηρογόνα δίαιτα η οποία αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιοαγγειακές νόσους αντί να τον μειώνει. Κι όλα αυτά από μία “καλοπροαίρετη” παρεξήγηση!

Στο ιατρείο προσφέρουμε πρόγραμμα πρόληψης και θεραπείας που έχει ως κεντρικό άξονα την διατροφική εκπαίδευση και αντιμετώπιση με βάση τα στοιχεία μελετών κι όχι απλά την πίστη μας σε δόγματα (evidence based medicine vs faith based medicine).

© Κωστής Τσαρπαλής 2014

Αφήστε μια απάντηση